προξενητικός

προξενητικός
προξεν-ητικός, ή, όν,
A of or for a broker, τὸ π. brokerage, ib.5.1 tit. (pl., as Lat. word).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προξενητικός — ή, όν, ΜΑ [προξενῶ] μσν. 1. εκείνος στον οποίον οφείλεται η επαφή, η σύνδεση με κάποιον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προξενητικά η αμοιβή τού προξενητή, τα μεσιτικά αρχ. αυτός που προξενεί, που προκαλεί κάτι («φόνου προξενητικός») …   Dictionary of Greek

  • προξενητικόν — προξενητικός of masc acc sg προξενητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενητική — προξενητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”